- δριμύς
- -εία, -ύ και δριμός, -ή, -ό και δριμιός, -ιά, -ιό (AM δριμύς, -εῑα, -ύ)1. οξύς, αψύς, καυστικός στη γεύση ή την όσφρηση («δριμύ ξίδι»)2. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («δριμύς χειμώνας»)3. (για λόγο) α) δηκτικός, πειραχτικόςβ) δυνατός, έντονος, επιτακτικός («δριμύτατες παρατηρήσεις»)4. (για δάκρυα) πικρόςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο δριμύςφαρμακευτικό φυτό τής οικογένειας μαγνολίδεςμσν.βαρύς, φοβερόςαρχ.1. (για πρόσ.) α) αυστηρός, άγριοςβ) πανούργος2. (το ουδ. ως επίρρ. με το βλέπω) αυστηρά, με οξυδέρκεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν υποτεθεί ως σημ. «αυτός που κατακόπτει, καταξεσχίζει», τότε δριμύς < *δρῐσ-μύς (αντί τού *δρῐσ-μός.: πιθ. κατά το οξύς κ.ά.) και συνδέεται με λεττ. dris-me «σχισμή, αμυχή». Είναι επίσης πιθανή η σχέση με τη ρίζα *der- «γδέρνω, ξεσχίζω» τού δέρω*].
Dictionary of Greek. 2013.